1 διαβουλιον
(περί τι Polyb.)
(ἐκυρώθη τὸ δ. στρατεύειν Polyb.)
(τὰς συνόδους καὴ τὰ διαβούλια συντελεῖν Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь > διαβουλιον